στόφ(φ)α

στόφ(φ)α
η, Ν
1. (υφαντ.) καλής ποιότητας ύφασμα, σχετικά χονδρό, το οποίο φέρει ελαφρώς προεξέχοντα σχέδια υφασμένα με νήματα μεταξιού, χρυσού ή αργύρου και χρησιμοποιείται σε κουρτίνες και ταπετσαρίες επιπλώσεων
2. (γενικά) ύφασμα
3. τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα χαρίσματα ανθρώπου («έχει στόφα κωμικού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stoffa].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”